contágio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
contágio | contágios |
contágio (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
contágio | contágios |
contágio (pt) αρσενικό