contenitore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contenitore | contenitori |
contenitore (it)
- οποιοδήποτε αντικείμενο που περιέχει κάτι.
- εμπορευματοκιβώτιο (κοντέινερ).