contextuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contextuel | contextuels |
θηλυκό | contextuelle | contextuelles |
Επίθετο[επεξεργασία]
contextuel (fr)
- σχετικός με ένα συγκειμενικό πλαίσιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη contexte