continent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
continent (en)
- η ήπειρος
κατάλληλη επιλογή προθέσεων[επεξεργασία]
προτιμάται η διατύπωση on a continent
αλλά αναφέρουμε ότι κάποιος πήγε ή ζει χρησιμοποιούμε το in: I have lived in Europe, Asia[1]...
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
continent | continents |
continent (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) ήπειρος
- (μεταφορικά) το εσωτερικό μιας περιοχής ή μιας χώρας, η ηπειρωτική περιοχή
- (ειδικότερα) η Ευρώπη, όπως φαίνεται από τη Μεγάλη Βρετανία
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | continent | continents |
θηλυκό | continente | continentes |
continent (fr)