contingency
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contingency (en)
- ενδεχόμενο, πιθανότητα, κάτι που είναι πιθανόν να συμβεί ή να μη συμβεί στο μέλλον
- πιθανό ενδεχόμενο, πιθανή έκβαση, εναλλακτική δυνητικότητα