Μετάβαση στο περιεχόμενο

contingency

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contingency (en)

  • ενδεχόμενο, πιθανότητα, κάτι που είναι πιθανόν να συμβεί ή να μη συμβεί στο μέλλον
    • πιθανό ενδεχόμενο, πιθανή έκβαση, εναλλακτική δυνητικότητα