contingent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- contingent < παλαιά γαλλική contingent < λατινική contingens < contingere < com- + tangere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contingent (en)
- το ενδεχόμενο
- στρατιωτική δύναμη, απόσπασμα
- οποιαδήποτε ομάδα
Επίθετο[επεξεργασία]
contingent (en)
- απρόβλεπτος, ασταθής λόγω τυχαιότητας, που παρασύρεται (όχι λόγω συμπεριφορικής ακράτειας αλλά λόγω απροβλεψιμότητας) από τις πιθανότητες και την απροσδιοριστία της τύχης
- ενδεχόμενος
- εξαρτώμενος