contingent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
contingent < παλαιά γαλλική contingent < λατινική contingens < contingere < com- + tangere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contingent (en)

  1. το ενδεχόμενο
  2. στρατιωτική δύναμη, απόσπασμα
    • οποιαδήποτε ομάδα

Επίθετο

[επεξεργασία]

contingent (en)

  1. απρόβλεπτος, ασταθής λόγω τυχαιότητας, που παρασύρεται (όχι λόγω συμπεριφορικής ακράτειας αλλά λόγω απροβλεψιμότητας) από τις πιθανότητες και την απροσδιοριστία της τύχης
  2. ενδεχόμενος
  3. εξαρτώμενος