contradicteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
contradicteur contradicteurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

contradicteur (fr) αρσενικό

  1. ο αντιλέγων, ο αντίπαλος
  2. (νομικός όρος) les contradicteurs: δύο αντίπαλοι που συναντιούνται σε μια δίκη

Συγγενικά[επεξεργασία]