Μετάβαση στο περιεχόμενο

contraption

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contraption (en)

  • πολυσύνθετος μηχανισμός απροσδιόριστης χρησιμότητας / αχρείαστα σύνθετος μηχανισμός, μαραφέτι, μηχάνημα