contrast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά 1[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɒntɹɑːst/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈkɑnt(ʃ)ɹæst/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
contrast contrasts

contrast (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίθεση, μια διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή πραγμάτων που μπορώ να δω καθαρά όταν συγκρίνονται ή η ενέργεια του να κάνω αυτό
    In the desert, there is a big contrast between day and night temperatures.
    Στην έρημο, υπάρχει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στη θερμοκρασία της ημέρας και νύχτας.
    His white hair was in sharp contrast to his dark skin.
    Τα άσπρα του μαλλιά βρίσκονταν σε έντονη αντίθεση προς το μελαχρινό του δέρμα.
     συνώνυμα: antithesis (επίσημο)

Προφορά 2[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kənˈtɹɑːst/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /kənˈt(ʃ)ɹæst/ & /ˈkɑnt(ʃ)ɹæst/ (ΗΠΑ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας contrast
γ΄ ενικό ενεστώτα contrasts
αόριστος contrasted
παθητική μετοχή contrasted
ενεργητική μετοχή contrasting

contrast (en)

  1. (μεταβατικό) αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω δύο πράγματα για να δείξω τις διαφορές μεταξύ τους
    I am contrasting the copy with the original.
    Αντιπαραθέτω/Αντιπαραβάλλω το αντίγραφο με το πρωτότυπο.
    He contrasted the new edition with the old one.
    Σύγκρινε τη νέα με την παλιά έκδοση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compare
  2. (αμετάβατο) βρίσκομαι σε αντίθεση, δείχνω σαφή διαφορά όταν τα πράγματα είναι κοντά ή όταν συγκρίνονται
    His actions contrast sharply with his promises.
    Οι πράξεις του ευρίσκονται σε μεγάλη αντίθεση προς τις υποσχέσεις του.

Πηγές[επεξεργασία]