contrato
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contrato < από το λατινικό contractus
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
contrato | contratos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contrato (pt) αρσενικό
- το συμβόλαιο, η συμφωνία, το συμφωνητικό