contre-battre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

contre-battre < contre + battre

Ρήμα[επεξεργασία]

contre-battre (fr)

  1. χτυπώ αυτόν που χτυπάει
  2. τοποθετώ μια μονάδα πυροβολικού για αντεπίθεση