contrecoller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

contrecoller < contre- + coller

Ρήμα[επεξεργασία]

contrecoller (fr)

  • κολλώ τη μία δίπλα στην άλλη δυο λείες επιφάνειες