contrevenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrevenant | contrevenants |
θηλυκό | contrevenante | contrevenantes |
contrevenant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrevenant | contrevenants |
θηλυκό | contrevenante | contrevenantes |
contrevenant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη contrevenir