contribuable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contribuable < contribuer
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁi.by.abl/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contribuable | contribuables |
contribuable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- aux frais du contribuable - σπαταλώντας το χρήμα του δημοσίου