contribute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | contribute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contributes |
αόριστος | contributed |
παθητική μετοχή | contributed |
ενεργητική μετοχή | contributing |
Ρήμα[επεξεργασία]
contribute (en)
- συνεισφέρω, συμβάλλω
- ↪ I would also like to contribute to the purchase of a present.
- Θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στην αγορά δώρου.
- ↪ Everyone has contributed to the purchase of the car.
- Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
- ↪ I would also like to contribute to the purchase of a present.