contributor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contributor | contributors |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contributor < contribute + -or
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contributor (en)
- ο συνεργάτης, ο συντελεστής, ο συνεισφέρων, άτομο που γράφει άρθρα για ένα περιοδικό, βιβλίο ή ιστότοπο ή που μιλά σε ένα ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα ή σε μια συνάντηση
- ↪ He is a regular contributor to our newspaper.
- Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας μας.
- ↪ He is a regular contributor to our newspaper.