control
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- control < (κληρονομημένο) μέση αγγλική controllen < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική contrerole[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kənˈtɹəʊl/ και /kənˈt(ʃ)ɹoʊl/
- control
- τυπογραφικός συλλαβισμός : con‐trol
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
control | controls |
control (en)
- ο έλεγχος
- η ρύθμιση
- η διακυβέρνηση
- (πληροφορική) στο πληκτρολόγιο πλήκτρο με ιδιαίτερη σημασία διότι στην ταυτόχρονη χρήση με άλλα πλήκτρα εκτελεί ειδικές εργασίες (Control + πλήκτρο)
- συντομογραφίες: ctrl, Ctrl, CTRL
- δείτε επίσης: Control+C
- δείτε επίσης: Control key στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική, GUI) βλ. συνώνυμο: widget (γραφικό στοιχείο)
Ρήμα[επεξεργασία]
control (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- collection-controlled loop
- condition-controlled loop
- control character
- count-controlled loop
- quality control
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
control στην αγγλική Βικιπαίδεια