controversable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
controversable | controversables |
Επίθετο[επεξεργασία]
controversable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να αμφισβητηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη controverse