Μετάβαση στο περιεχόμενο

controverse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
controverse controverses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

controverse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]