Μετάβαση στο περιεχόμενο

controversial

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός controversial
συγκριτικός more controversial
υπερθετικός most controversial

Επίθετο

[επεξεργασία]

controversial (en)

  • επίμαχος, αμφιλεγόμενος, ζήτημα που προκαλεί οξεία αντιπαράθεση, που προκαλεί διαμάχες και αντιπαραθέσεις
      The controversial provisions were removed from the bill.
    Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.
      There were many controversial points in his speech.
    Στο λόγο του υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία.