controversial
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | controversial |
συγκριτικός | more controversial |
υπερθετικός | most controversial |
Επίθετο
[επεξεργασία]controversial (en)
- επίμαχος, αμφιλεγόμενος, ζήτημα που προκαλεί οξεία αντιπαράθεση, που προκαλεί διαμάχες και αντιπαραθέσεις
- ⮡ The controversial provisions were removed from the bill.
- Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.
- ⮡ There were many controversial points in his speech.
- Στο λόγο του υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία.
- ⮡ The controversial provisions were removed from the bill.