convalescence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convalescence convalescences

Ετυμολογία [επεξεργασία]

convalescence < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική convalescence < υστερολατινική convalēscentia < λατινική convalēscēn(t-)s, μετοχή ενεστώτα του convalēscere (το να γίνω δυνατός ή καλά). → δείτε τη λέξη convalesce

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌkɒn.vəˈles.əns/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌkɑːn.vəˈles.əns/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

convalescence (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convalescence convalescences

Ετυμολογία [επεξεργασία]

convalescence < υστερολατινική convalēscentia < λατινική convalēscō

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ̃.va.le.sɑ̃s/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

convalescence (fr) θηλυκό