convenance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
convenance | convenances |
convenance (fr) θηλυκό
- η σύμπτωση, η συμφωνία
- η σκοπιμότητα, η χρησιμότητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- mariage de convenance]]: γάμος που καθορίζεται από την οικογενειακή ή οικονομική κατάσταση
- raison de convenance]]: λόγος, αιτία που προκαλείται από κοινωνικές σχέσεις