convenance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convenance convenances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

convenance (fr) θηλυκό

  1. η σύμπτωση, η συμφωνία
  2. η σκοπιμότητα, η χρησιμότητα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • mariage de convenance]]: γάμος που καθορίζεται από την οικογενειακή ή οικονομική κατάσταση
  • raison de convenance]]: λόγος, αιτία που προκαλείται από κοινωνικές σχέσεις