convention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convention conventions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

convention (en)

  1. το συνέδριο
  2. η σύμβαση



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convention conventions

convention (fr) θηλυκό

  • η σύμβαση
    convention relative aux droits de l'enfant - σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού