convertible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
convertible (en)
- μετατρέψιμος, που έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται για να εξυπηρετεί πολλαπλές ανάγκες
- (για αυτοκίνητα) με πτυσσόμενη οροφή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
convertible | convertibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
convertible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη convertir