convertisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
convertisseur convertisseurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

convertisseur (fr) αρσενικό

  1. μετατροπέας
  2. μηχανή που μετατρέπει τον χάλυβα σε ατσάλι

Συγγενικά[επεξεργασία]