convertisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
convertisseur | convertisseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
convertisseur (fr) αρσενικό
- μετατροπέας
- μηχανή που μετατρέπει τον χάλυβα σε ατσάλι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη convertir