cook
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cook (en)
- ο μάγειρας, η μαγείρισσα
Ρήμα[επεξεργασία]
cook (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «cook-» (αγγλικά)