cook up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | cook up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cooks up |
| αόριστος | cooked up |
| παθητική μετοχή | cooked up |
| ενεργητική μετοχή | cooking up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]cook up (en)
- μαγειρεύω
- (μεταφορικά) μαγειρεύω, παραποιώ, ετοιμάζω κάτι δόλια