cookware
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cookware | cookwares |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cookware (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
cookware στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
cookware | cookwares |
cookware (en)