cool off
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cool off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cools off |
αόριστος | cooled off |
παθητική μετοχή | cooled off |
ενεργητική μετοχή | cooling off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]cool off (en)
- άλλη μορφή του cool down