coopérateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό coopérateur coopérateurs
θηλυκό coopératrice coopératrices

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coopérateur (fr)

  1. χειριστής (μιας μηχανής κ.α.) μαζί με κάποιον άλλον
  2. κάτοχος μεριδίου σε έναν συνεταιρισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]