copulate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]copulate < λατινική cōpulāre, ενεργητικό απαρέμφατο ενεστώτα του cōpulō
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɒp.jə.leɪt/
Επίθετο
[επεξεργασία]copulate (en)