copulativus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cōpulātīvus, -a, -um
Κλίση[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- cōpŭlātīvē (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη copulo
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- alpha copulativum (νεολατινικός όρος, γραμματική)
Πηγές[επεξεργασία]
- copulativus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.