coréalisateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coréalisateur < co- + réalisateur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koʁealizatœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coréalisateur | coréalisateurs |
θηλυκό | coréalisatrice | coréalisatrices |
coréalisateur (fr) αρσενικό