corbeau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- corbeau < παλαιά γαλλική corbel
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corbeau | corbeaux |
corbeau (fr) αρσενικό
- (ορνιθολογία) ο κόρακας, το κοράκι