coreference
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coreference | coreferences |
coreference (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
coreference στην αγγλική Βικιπαίδεια