corinthien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- corinthien < Corinthe
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.rɛ̃.tjɛ̃/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corinthien | corinthiens |
θηλυκό | corinthienne | corinthiennes |
corinthien (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Corinthe