coroczny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]coroczny (pl)
- που γίνεται κάθε χρόνο, ετήσιος, χρονιάτικος
Κλίση του επιθέτου coroczny στα πολωνικά
coroczny (pl)