corona
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corona | coronas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corona (en)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corona | corone |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corona (it) θηλυκό
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corona | coronas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corona (es) θηλυκό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corona θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | corona | coronae |
γενική | coronae | coronārum |
δοτική | coronae | coronīs |
αιτιατική | coronam | coronās |
κλητική | corona | coronae |
αφαιρετική | coronā | coronīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- corona - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.