coroner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coroner | coroners |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coroner (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, επάγγελμα, νομικός όρος, ιατρική) ο/η ιατροδικαστής
- ↪ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
- → δείτε τη λέξη medical examiner
- ↪ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- κρατικός ελεγκτής ανακαλυμμένων αρχαίων και πολύτιμων θησαυρών και δικαστικός λειτουργός που αποφασίζει την τύχη τους, τους δικαιούχους και τυχόν αποζημιώσεις
- (Νήσος του Μαν) διοικητικός προϊστάμενος περιφέρειας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- coroner στην αγγλική Βικιπαίδεια