corrélation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.ʁe.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corrélation | corrélations |
corrélation (fr) θηλυκό