correction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
correction | corrections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
correction (en)
- η διόρθωση
- ↪ the newest edition of the book with corrections and improvements
- η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις
- ↪ the newest edition of the book with corrections and improvements
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.ʁɛ.ksjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
correction (fr) θηλυκό