correctionnellement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

correctionnellement < correctionnelle ('θηλυκό του correctionnel) + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

correctionnellement (fr)