correspond
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | correspond |
γ΄ ενικό ενεστώτα | corresponds |
αόριστος | corresponded |
παθητική μετοχή | corresponded |
ενεργητική μετοχή | corresponding |
Ρήμα[επεξεργασία]
correspond (en)
- (αμετάβατο) αντιστοιχώ, είναι αντίστοιχος, συμφωνώ
- ↪ The goods don’t correspond with the samples.
- Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγμα.
- ↪ His expenses do not correspond with his income.
- Τα έξοδά του δεν είναι αντίστοιχα προς τα εισόδημά του.
- ↪ His actions do not correspond with his words.
- Οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.
- ↪ The goods don’t correspond with the samples.
- (μεταβατικό, επίσημο) αλληλογραφώ
- ↪ I often correspond with my cousins who live in Paris.
- Αλληλογραφώ συχνά με τα ξαδέλφια μου που ζουν στο Παρίσι.
- ↪ I often correspond with my cousins who live in Paris.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- correspond - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 81. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιστοιχώ