correspond

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας correspond
γ΄ ενικό ενεστώτα corresponds
αόριστος corresponded
παθητική μετοχή corresponded
ενεργητική μετοχή corresponding

Ρήμα[επεξεργασία]

correspond (en)

  1. (αμετάβατο) αντιστοιχώ, είναι αντίστοιχος, συμφωνώ
    The goods don’t correspond with the samples.
    Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγμα.
    His expenses do not correspond with his income.
    Τα έξοδά του δεν είναι αντίστοιχα προς τα εισόδημά του.
    His actions do not correspond with his words.
    Οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) αλληλογραφώ
    I often correspond with my cousins who live in Paris.
    Αλληλογραφώ συχνά με τα ξαδέλφια μου που ζουν στο Παρίσι.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]