corrupteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corrupteur | corrupteurs |
θηλυκό | corruptrice | corruptrices |
corrupteur (fr)
- αυτός που διαφθείρει κάποιον, που τον « εξαγοράζει »
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corrupteur | corrupteurs |
θηλυκό | corruptrice | corruptrices |
corrupteur (fr)
- που διαφθείρει ηθικά κάποιον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη corruption