corruptible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corruptible | corruptibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
corruptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη corruption