Μετάβαση στο περιεχόμενο

corruption

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corruption (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διαφθορά, ο χρηματισμός, η δωροδοκία
      The company enforces a zero-tolerance policy for corruption.
    Η εταιρεία επιβάλλει πολιτική μηδενικής ανοχής για τη διαφθορά.
  2. (μη μετρήσιμο, πληροφορική) η αλλοίωση
      data corruption - αλλοίωση (καταστροφή) δεδομένων



      ενικός         πληθυντικός  
corruption corruptions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corruption (fr) θηλυκό

  1. η διαφθορά
  2. η δωροδοκία
  3. η εκμαυλισμός
  4. o χρηματισμός
  5. η εξαχρείωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]