corruption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corruption (en)
- η διαφθορά, ο χρηματισμός, η δωροδοκία
- η αλλοίωση
- ↪ (πληροφορική) data corruption - αλλοίωση (καταστροφή) δεδομένων
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corruption | corruptions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corruption (fr) θηλυκό
- η διαφθορά
- η δωροδοκία
- η εκμαυλισμός
- o χρηματισμός
- η εξαχρείωση