Μετάβαση στο περιεχόμενο

cortesia

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cortesia cortesie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kor.teˈzi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cortesia (it) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koʁ.teˈzi.ɐ/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /kuɾ.tɨˈzi.ɐ/ (Πορτογαλία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cortesia (pt) θηλυκό

  1. αβροφροσύνη
  2. δώρο σε πελάτη