coruscant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coruscant | coruscants |
θηλυκό | coruscante | coruscantes |
coruscant (fr)
- (παρωχημένο) αστραφτερός, λαμπρός
- (λογοτεχνία) δοκησίσοφος