corvéable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

corvéable < corvée

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό corvéable corvéables
θηλυκό corvéablee corvéablees

corvéable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • taillable et corvéable à merci: που μπορεί να πληρώσει φόρους και να κάνει αγγαρείες χωρίς όρια