corvéable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- corvéable < corvée
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corvéable | corvéables |
θηλυκό | corvéablee | corvéablees |
corvéable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κάνει αγγαρείες