coseigneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coseigneur | coseigneurs |
coseigneur (fr) αρσενικό
- αυτός που είχε ένα φέουδο από κοινού με κάποιον άλλον